- υπότρομος
- -ον, Α1. αυτός που σιγοτρέμει («εἰ μὴ τὸ ἱερεῑον ὅλον ἐξ ἄκρων σφυρῶν ὑπότρομον γένηται», Πλούτ.)2. αυτός που σιγοτρέμει από φόβο («ἐπισείουσα τὸν λόφον ἐκπλήττει με καὶ ὑπότρομος γίγνομαι», Λουκιαν.)3. δειλός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + τρόμος (πρβλ. ἔντρομος)].
Dictionary of Greek. 2013.